υπερεπένδυση

υπερεπένδυση
η, Ν
(οικον.)
1. η διάθεση πολύ μεγάλου μέρους τού εισοδήματος για επενδύσεις και πολύ μικρού για κατανάλωση
2. (στον ιδιωτικό τομέα) υπέρμετρη επένδυση κεφαλαίων τής επιχείρησης σε πάγια στοιχεία τού ενεργητικού, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ταμειακές δυσχέρειες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”